σκροφουλαρία

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκροφουλαριίδες της τάξης σκροφουλαριώδη, με 250 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή 12 και μερικά έχουν χρησιμοποιηθεί παλαιότερα για την θεραπεία της χειράδωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. scrophularia < λατ. scrophula / scrofula (πρβλ. σκρόφουλα), λόγω της χρησιμοποίησης αυτών τών φυτών στην θεραπεία της σκρόφουλας].