και σκιροκονίαμα και σκιρροκονίαμα, το, Ντο σκυρόδεμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύρο / σκίρ(ρ)ο «χαλίκι» + κονίαμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στο ημερολόγιο Νέα Ελλάς].