σκωμματικός

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht

Menander, Monostichoi, 117

Greek (Liddell-Scott)

σκωμματικός: -ή, -όν, σκωπτικός, ἀστεῖος, Πρόκλ. εἰς Τίμ. 2, σ. 108.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σκώμμα, -ατος]]
σκωπτικός, αστείος.