σκύψιμο
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
το, Ν
η κάμψη του σώματος ή του κεφαλιού προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκυψ- του αορ. έ-σκυψ-α του σκύβω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψ-ιμο)].