σπαθία

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

German (Pape)

[Seite 915] ἡ, = σπάθη 4.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰθία: ἡ, κτύπημα διὰ σπάθης, «σπαθιά», Achmes Ὀνειροκρ. 119, 249, Βυζ.

Greek Monolingual

η / σπαθία, ΝΜ, και σπαθέα Μ
χτύπημα με σπαθί, καθώς και το τραύμα που δημιουργείται από αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθίον + κατάλ. -έα / -ιά (πρβλ. μαχαιρ-ιά)].