σπαθίφυλλο
From LSJ
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
Greek Monolingual
το, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών το οποίο ανήκει στην οικογένεια αροΐδες της τάξης αρώδη και περιλαμβάνει 35 περίπου είδη πολυετών ριζωματωδών ποωδών φυτών που είναι ιθαγενή του Μαλαϊκού Αρχιπελάγους και της τροπικής Αμερικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθί + φύλλο (βλ. και λ. σπαθίνακας)].