σπαθώ
From LSJ
Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit
Greek Monolingual
-άω, Α σπάθη
1. (υφαντ.) χτυπώ το στημονι ή το υφάδι με τη σπάθη για να γίνει το ύφασμα πυκνό («σπαθᾱν τὸν ἱστὸν», Φιλύλλ.)
2. διασπαθίζω, σπαταλώ, ξοδεύω άσκοπα («σπαθῶντος τὰ χρήματα καὶ τὰς προσόδους ἀπολλύντος», Πλούτ.)
3. κλαδεύω («σπαθῶ τὰ μεγάλα τῶν φυτῶν», Φιλόστρ.)
4. μέσ. σπαθῶμαι, -άομαι
αλαζονεύομαι.