πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government
και σπάρτα, ἡ, Μκαθαριότητα, πάστρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. σπαστρεύω / σπαρτεύω].