πάστρα
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. τέλεια καθαριότητα
2. διαύγεια, διαφάνεια («η θάλασσα... ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα», Σολωμ.)
3. είδος χαρτοπαιγνίου, η ξερή
4. φρ. «τά κάνω πάστρα» — εξαφανίζω τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σπάστρα, υποχωρητικά από το ρ. σπαστρεύω / σπαρτεύω (< σπάρτον «θαμνώδες φυτό»), βλ. λ. παστρεύω].