σπιράλ
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
Greek Monolingual
το, Ν
1. είδος εντομοαπωθητικού αποτελούμενο από στερεό υλικό σε σχήμα σπείρας με πολλαπλές έλικες, το οποίο ανάβεται στο εξωτερικό του άκρο και αργοκαίει
2. ιατρ. είδος αντισυλληπτικού πώματος που εισάγεται στον κολεό της μήτρας, σπείραμα
3. είδος τετραδίου του οποίου τα φύλλα είναι συνδεδεμένα με σπειροειδές σύρμα στην παρυφή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. spiral < μσν. λατ. spiralis < λατ. spira < σπείρα].