σπόγγισμα

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82

German (Pape)

[Seite 922] τό, das mit dem Schwamm Abgewischte, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

σπόγγισμα: τό, τὸ διὰ σπόγγου ἀποματτόμενον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐστ.

Greek Monolingual

το, ΝΜ σπογγίζω
καθετί που καθαρίζεται, που μαζεύεται με το σφουγγάρι
νεοελλ.
το καθάρισμα με σπόγγο, το σφούγγισμα.