φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
το, Ν
1. εξάνθημα ή τοπική φλεγμονή του δέρματος
2. σπόρος, κόκκος φυτού («λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάννα το ζηλεύει», Σολωμ.)
3. φρ. «κακό σπυρί» — ψευδάνθρακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. σπυρ-ίον υποκορ. του σπυρός δωρ. τ. του πυρός «κόκκος σιταριού» (βλ. λ. πυρός)].