σπυρί

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. εξάνθημα ή τοπική φλεγμονή του δέρματος
2. σπόρος, κόκκος φυτού («λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάννα το ζηλεύει», Σολωμ.)
3. φρ. «κακό σπυρί» — ψευδάνθρακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. σπυρ-ίον υποκορ. του σπυρός δωρ. τ. του πυρός «κόκκος σιταριού» (βλ. λ. πυρός)].