ψευδάνθρακας

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ιατρ. συρροή δοθιήνων με φλεγμονώδη διήθηση στην περιβάλλουσα περιοχή του δέρματος και του υποδόριου ιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + άνθρακας. Η λ., στον λόγιο τ. ψευδάνθραξ, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].