σταδιάζω

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek (Liddell-Scott)

σταδιάζω: μετρῶ κατὰ στάδια - μεταφορ., ὁ σταδιάζων (ἐξυπακ. λόγος), εἰκασία, Mar. Victor. εἰς Κικ. Ρητ.

Greek Monolingual

Α στάδιον
1. μετρώ κατά στάδια
2. φρ. «σταδιάζων λόγος»
μτφ. εικασία (Μάρ. Βικτ.).