Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
η, Ν
1. στάλα, σταλαγματιά, σταγόνα
2. πολύ μικρή ποσότητα υγρού («μια σταλιά νερό»)
3. μτφ. (για πρόσ., πάντα με τη λέξη μια) άτομο πολύ βραχύσωμο ή πολύ μικρής ηλικίας («είναι μια σταλιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάλα + κατάλ. -ιά (πρβλ. σταξ-ιά)].