σταυροπροσκύνηση

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / σταυροπροσκύνησις, -ήσεως, ΝΜ
1. η προσκύνηση του τίμιου σταυρού
2. φρ. «Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως» — η τρίτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, οπότε προβάλλεται στους πιστούς για προσκύνηση ο τίμιος σταυρός.