σπερνός

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. εσπερινός, βραδινός
2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο σπερνός ή το σπερνό
η ακολουθία του εσπερινού
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπερνά
α) τα κόλλυβα νεκρών
β) βρασμένο σιτάρι, διακοσμημένο σαν τα κόλλυβα προς τιμήν ορισμένων αγίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εσπερινός, με σίγηση του αρκτικού -ε- και συγκοπή του -ι].