στεατίνη

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
χημ. συνοπτική ονομασία τών εστέρων του στεατικού οξέος με τη γλυκερίνη, που αναφέρεται συχνά στην τριστεατίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. steatine (< στέαρ, -ατος). Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Β. Λάκωνα].