σταβάρι

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

και στιβάρι, το, Ν
το τμήμα του ρυμού του αρότρου προς τη μεριά του ζυγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο ἱστοβο-άριον υποκορ. του αρχ. ἱστο-βοεύς].