στειπτός

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source

German (Pape)

[Seite 933] = στιπτός, φυλλάς, Soph. Phil. 33.

Greek (Liddell-Scott)

στειπτός: -ή, -όν, ἴδε στιπτός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
foulé.
Étymologie: στείβω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
βλ. στιπτός.