στερώ
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
Greek Monolingual
στερῶ, -έω, ΝΜΑ
αφαιρώ από κάποιον κάτι (α. «του στέρησαν την ελευθερία του» β. «στερεῑν μισθόν», Ανθ.Παλ.)
νεοελλ.
παθ. στερούμαι
μού λείπει κάτι, κυρίως έχω έλλειψη αναγκαίων για τη ζωή μέσων, υποφέρω από ένδεια («έζησε στερημένη ζωή»)
αρχ.
(το απαρμφ. μέσ. παρακμ. με αρθρ.) τὸ ἐστερῆσθαι
κατάσταση αρνήσεως ή στερήσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του στέρομαι κατά τα συνηρημένα (για ετυμολ. βλ. λ. στέρομαι)].