στερνός

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. κατοπινός, ύστερος
2. ύστατος, έσχατος, τελευταίος («ήρθε η στερνή σου ώρα», Γρυπ.)
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα στερνά
τα γηρατειά
4. φρ. «καλά στερνά»
(ως ευχή) καλά γεράματα
5. παροιμ. «στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα» — λέγεται για τις περιπτώσεις που κάποιος μετανοεί για απερίσκεπτες πράξεις που έκανε ή για λόγια που είπε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υστερνός (με σίγηση του αρκτικού άτονου υ-) < υστερινός].