Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στραμπουλίζω

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121

Greek Monolingual

και οτραμπουλώ και στραγγουλίζω Ν
(σχετικά με μέλος του σώματος) προκαλώ ή υφίσταμαι διάστρεμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. στραμπουλίζω / στραγγουλίζω, κατά μία άποψη, έχουν προέλθει από συμφυρμό τών ιταλ. strambare και strangolare, ενώ, κατ' άλλους, από συμφυρμό τών ρ. στραβώνω και στραγγουλίζω (Ι) «στραγγαλίζω»].