στρατοκράτης

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που κυβερνά με τη βοήθεια του στρατού ή αυτός που υποστηρίζει την ανάμιξη του στρατού στην πολιτική ζωή μιας χώρας, μιλιταριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -κράτης (< κράτος), πρβλ. τρομο-κράτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].