στρίγγλα

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις → you speak things older than the leather scroll

Source

Greek Monolingual

και στρίγλα, η, ΝΜ, και στρίγκλα Ν
(σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση) κακοποιό δαιμόνιο με τη μορφή ξερακιανής και άσχημης γριάς που προξενεί κακό, ιδίως στις λεχώνες και στα βρέφη, λάμια
νεοελλ.
1. γυναίκα κακούργο, μάγισσα
2. γυναίκα εξαιρετικά δύστροπη («το ημέρωμα της στρίγγλας»)
3. πολύ άσχημη και αδύνατη γυναίκα
4. γυναίκα που στριγγλίζει
5. (ιδιωμ.) η υπνοβάτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < μσν. στρίγλα < αρχ. τρίγλη «είδος ψαριού με ακανθοπτερύγια», ενώ κατ' άλλους από λατ. striga «φάντασμα που κακοποιεί τα βρέφη» (< αρχ. στρίγξ)].