στριφώνω
From LSJ
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
Ν
διπλώνω και ράβω την άκρη υφάσματος για να μην ξεφτίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρίφω, άλλο τ. του στρίβω + κατάλ. -ώνω].