στρογγυλόκαυλος

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

ον,

   A with a round stalk, Thphr.HP7.4.5.

German (Pape)

[Seite 955] mit rundem Stengel, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγῠλόκαυλος: -ον, ὁ ἔχων στρογγύλον καυλὸν (κοτσάνι), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 4, 5.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει στρογγυλό καυλό, στρογγυλό κοτσάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + καυλός (πρβλ. μεγαλό-καυλος)].