στριγγλόχορτο
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
και στριγκλόχορτο και στριγγλοχόρταρο, το, Ν
άλλη κοινή ονομασία του φυτού ακόνιτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρίγγλα + χόρτο].