ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
στρογγυλόστεγος: -ον, ὁ ἔχων στέγην στρογγύλην ἢ θολοειδῆ, Βυζ.
-ον, Μ(για ναό) αυτός που έχει στρογγυλή στέγη.[ΕΤΥΜΟΛ. < στογγύλος + -στεγος (< στέγη), πρβλ. μονό-στεγος].