στρογγυλόστεγος

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek (Liddell-Scott)

στρογγυλόστεγος: -ον, ὁ ἔχων στέγην στρογγύλην ἢ θολοειδῆ, Βυζ.

Greek Monolingual

-ον, Μ
(για ναό) αυτός που έχει στρογγυλή στέγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στογγύλος + -στεγος (< στέγη), πρβλ. μονό-στεγος].