στριφογύρισμα
From LSJ
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
Greek Monolingual
το, Ν στριφογυρίζω
1. στροφή γύρω από κάτι, περιστροφή
2. στον πληθ. τα στριφογυρίσματα
μτφ. προσπάθειες υπεκφυγής.