στριφογύρισμα

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512

Greek Monolingual

το, Ν στριφογυρίζω
1. στροφή γύρω από κάτι, περιστροφή
2. στον πληθ. τα στριφογυρίσματα
μτφ. προσπάθειες υπεκφυγής.