στρόφιο

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279

Greek Monolingual

το / στρόφιον, ΝΑ στρόφος
νεοελλ.
1. ιατρ. είδος δερματοπάθειας, στρόφαλος
2. ναυτ. πλεκτός δακτύλιος με πολλά λεπτά σχοινιά κατασκευασμένος στην άκρη χοντρού σχοινιού για τη στερέωση του σχοινιού σε ιστό ή σε δοκό του πλοίου
αρχ.
1. υποκορ. μικρή ταινία με την οποία οι γυναίκες έδεναν τα μαλλιά τους ή στερέωναν το στήθος τους, κεφαλόδεσμος ή στηθόδεσμος
2. κοσμητική ταινία που φορούσαν οι ιερείς στο κεφάλι τους
3. (κατά τον Ησύχ.) «στρογγύλη ζώνη».