Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
Full diacritics: στύφος | Medium diacritics: στύφος | Low diacritics: στύφος | Capitals: ΣΤΥΦΟΣ |
Transliteration A: stýphos | Transliteration B: styphos | Transliteration C: styfos | Beta Code: stu/fos |
κέρδος, Hsch.
(I)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «κέρδος».———————— (II)
-η, -ον, ΜΑ
1. στυφός
2. μτφ. σοβαρός, αυστηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του στυφός με αλλαγή τόνου].