στύφος

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στύφος Medium diacritics: στύφος Low diacritics: στύφος Capitals: ΣΤΥΦΟΣ
Transliteration A: stýphos Transliteration B: styphos Transliteration C: styfos Beta Code: stu/fos

English (LSJ)

κέρδος, Hsch.

Greek Monolingual

(I)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «κέρδος».———————— (II)
-η, -ον, ΜΑ
1. στυφός
2. μτφ. σοβαρός, αυστηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του στυφός με αλλαγή τόνου].