συγκαταλέχω

From LSJ
Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταλέχω Medium diacritics: συγκαταλέχω Low diacritics: συγκαταλέχω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΛΕΧΩ
Transliteration A: synkataléchō Transliteration B: synkatalechō Transliteration C: sygkatalecho Beta Code: sugkatale/xw

English (LSJ)

   A lay down with, in aor. 1 Act., συγκατέλεξε κόρῃ Epigr. in Philol.88.139 (Crete):—Med., lie down with, in non-thematic aor., συγκατέλεκτο ἡμῖν Luc.Charid. 4.

Greek Monolingual

Α
1. κοιμάμαι με κάποιον
2. (το μέσ.) συγκαταλέχομαι
ξαπλώνω μαζί με άλλον ή άλλους ή δίπλα σε άλλον ή άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταλέχομαι «είμαι ξαπλωμένος κάτω, κατακλίνομαι»].