στρωματοθήκη

From LSJ
Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183

German (Pape)

[Seite 957] ἡ, der Saumsattel oder Packsattel, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στρωμᾰτοθήκη: ἡ, τὸ ἐφ’ οὗ τίθενται τὰ στρώματα, «μισάντρα», Νικήτ. Χρον. 189D.

Greek Monolingual

η, ΝΜ
θήκη ή ερμάριο όπου τοποθετούνται και φυλάγονται τα στρώματα, τα στρωσίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρῶμα, -ώματος + θήκη.