συμπαρακαλώ
Greek Monolingual
-έω, Α
1. παρακινώ κάποιον μαζί με κάποιον άλλο
2. προσκαλώ κάποιον ακόμη, προσκαλώ επίσης («συμπαρεκάλει δὲ καὶ εἰς ταύτην τὴν θήραν τοὺς περὶ αὐτὸν σκηπτούχους», Ξεν.)
3. επικαλούμαι κάποιον επίσης
4. προσκαλώ κάποιον ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακαλῶ «καλώ, προσκαλώ, παρακινώ»].