συμπαραβάλλω

From LSJ
Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

German (Pape)

[Seite 984] (s. βάλλω), mit od. zusammen vergleichen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραβάλλω: παραβάλλω πρός τι ἢ ὁμοῦ, Ἐφραὶμ Σύρ. τ. 3, 318Α, κλπ.

Greek Monolingual

ΝΑ παραβάλλω
συγκρίνω, αντιπαραβάλλω.