συμπλάζομαι

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπλάζομαι Medium diacritics: συμπλάζομαι Low diacritics: συμπλάζομαι Capitals: ΣΥΜΠΛΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: symplázomai Transliteration B: symplazomai Transliteration C: symplazomai Beta Code: sumpla/zomai

English (LSJ)

f.l. in S.Fr.373.5 for συνοπάζεται.

German (Pape)

[Seite 987] (s. πλάζομαι), = Folgdm.

Greek (Liddell-Scott)

συμπλάζομαι: τῷ ἑπομ., Σοφ. Ἀποσπ. 342 (Δινδ., τὰ Ἀντίγραφα Διον. τοῦ Ἁλ. ἔχουσι συνοπάζεται), Νικήτ. Χρον. 24C.

Greek Monolingual

ΜΑ
συμπλανῶμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πλάζω «περιπλανιέμαι»].