συμπρογιγνώσκω

Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A foreknow or foresee along with, Iamb.Myst.6.4.

German (Pape)

[Seite 990] (s. γιγνώσκω), mit voraussehen, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

συμπρογιγνώσκω: ἢ -προγινώσκω, προγνωρίζωπροβλέπω ὁμοῦ μετά τινος, Ἰάμβλ. περὶ Μυστηρίων 4. 6.

Greek Monolingual

Α
προβλέπω κι εγώ μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + προγιγνώσκω «προβλέπω, γνωρίζω εκ τών προτέρων»].