συνδιατριβή
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
German (Pape)
[Seite 1008] ἡ, das mit einander Hinbringen der Zeit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιατρῐβή: ἡ, τὸ συνδιατρίβειν, τὸ ὁμοῦ διέρχεσθαι τὸν χρόνον, συναναστροφή, Φίλων 6. 671, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 158D, κλπ.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ συνδιατρίβω
συναναστροφή.