συνεργής

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεργής Medium diacritics: συνεργής Low diacritics: συνεργής Capitals: ΣΥΝΕΡΓΗΣ
Transliteration A: synergḗs Transliteration B: synergēs Transliteration C: synergis Beta Code: sunergh/s

English (LSJ)

ές,

   A working with, co-operating, Aristeas 242. Adv., -γῶς ἔχειν εἴς τι Phld.Oec. p.19 J.

Greek (Liddell-Scott)

συνεργής: -ές, ὁ μετά τινος ἐργαζόμενος, συνεργὲς εὐλόγως γενόμενον Ἀριστέας περὶ τῶν Ἑβδομ. σ. 125.

Greek Monolingual

-ές, Α
συνεργατικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -εργής (< ἔργον), πρβλ. εὐ-εργής].