συβαύβαλος
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
Greek (Liddell-Scott)
συβαύβαλος: ὁ, πρβλ. συοβ-.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δ. τ.) βλ. συοβαύβαλος.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δ. τ.) βλ. συοβαύβαλος.