συγγογγυλίζω

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

German (Pape)

[Seite 962] rund zusammendrehen, ξυγγογγυλίσας καὶ συστρέψας, Ar. Th. 61, wie Lys. 975.

Greek (Liddell-Scott)

συγγογγῠλίζω: στρέφω ὁλόγυρα, ἴδε ἐν λ. γογγύλλω.

Greek Monolingual

Α
στρέφω κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γογγυλίζω «στρογγυλεύω»].

Greek Monolingual

Α
στρέφω κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γογγυλίζω «στρογγυλεύω»].