συγύρισμα
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν συγυρίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συγυρίζω
2. μτφ. επίπληξη, κατσάδιασμα, τιμωρία.
Greek Monolingual
το, Ν συγυρίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συγυρίζω
2. μτφ. επίπληξη, κατσάδιασμα, τιμωρία.