συμπλαστεύω

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπλαστεύω Medium diacritics: συμπλαστεύω Low diacritics: συμπλαστεύω Capitals: ΣΥΜΠΛΑΣΤΕΥΩ
Transliteration A: symplasteúō Transliteration B: symplasteuō Transliteration C: symplasteyo Beta Code: sumplasteu/w

English (LSJ)

   A fashion, mould, or construct with, c. dat. et acc., PSI2.171.19 (ii B.C.).

Greek Monolingual

Α
πλάθω, διαμορφώνω ή κατασκευάζω μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πλαστός + κατάλ. -εύω].

Greek Monolingual

Α
πλάθω, διαμορφώνω ή κατασκευάζω μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πλαστός + κατάλ. -εύω].