συμπάρεδρος

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182

Greek (Liddell-Scott)

συμπάρεδρος: -ον, ὁ ὁμοῦ παρεδρεύων, συμπαρέδρους αὐτῇ καὶ συμψήφους Φωτ. Ἐπιστ. σ. 60, 29, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ πάρεδρος
αυτός που είναι πάρεδρος μαζί με κάποιον άλλο («συμπαρέδρους αὐτῇ καὶ συμφήψους», Φώτ.).

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ πάρεδρος
αυτός που είναι πάρεδρος μαζί με κάποιον άλλο («συμπαρέδρους αὐτῇ καὶ συμφήψους», Φώτ.).