συμπτωματολογία
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
Greek Monolingual
η, Ν
ιατρ.
1. το σύνολο τών νοσηρών φαινομένων, υποκειμενικών και αντικειμενικών, που χαρακτηρίζουν μια νόσο
2. (φυτοπαθολ.) κλάδος της φυτοπαθολογίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο την περιγραφή και κατάταξη τών συμπτωμάτων που εμφανίζουν οι ασθένειες τών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμπτωμα, -ώματος + -λογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στο περιοδικό Λόγιος Ερμής].
Greek Monolingual
η, Ν
ιατρ.
1. το σύνολο τών νοσηρών φαινομένων, υποκειμενικών και αντικειμενικών, που χαρακτηρίζουν μια νόσο
2. (φυτοπαθολ.) κλάδος της φυτοπαθολογίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο την περιγραφή και κατάταξη τών συμπτωμάτων που εμφανίζουν οι ασθένειες τών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμπτωμα, -ώματος + -λογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στο περιοδικό Λόγιος Ερμής].