συμπλάστης
ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant
Greek (Liddell-Scott)
συμπλάστης: ὁ, ὁ συμπλάσας, Ἰσίδ. Θεσσαλ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 139, σ. 105.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ
νεοελλ.
βοτ. το σύνολο τών πρωτοπλαστών τών κυττάρων του φυτού ως μία ενότητα, δεδομένου ότι οι πρωτοπλάστες τών μεμονωμένων κυττάρων συνδέονται με πλασμοδέσμες μέσω τών κυτταρικών τοιχωμάτων
μσν.
συνδημιουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πλάστης (< πλάσσω). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. symplast].
Greek Monolingual
ο, ΝΜ
νεοελλ.
βοτ. το σύνολο τών πρωτοπλαστών τών κυττάρων του φυτού ως μία ενότητα, δεδομένου ότι οι πρωτοπλάστες τών μεμονωμένων κυττάρων συνδέονται με πλασμοδέσμες μέσω τών κυτταρικών τοιχωμάτων
μσν.
συνδημιουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πλάστης (< πλάσσω). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. symplast].