συναρμολόγηση
From LSJ
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ενέργεια του συναρμολογώ, η σύνδεση επιμέρους τμημάτων για τη συγκρότηση ενός αρμονικού και ενιαίου συνόλου
2. τεχνολ. η συναρμογή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συναρμολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. συναρμολόγησις, μαρτυρείται από το 1848 στον Π. Καλλιγά].
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ενέργεια του συναρμολογώ, η σύνδεση επιμέρους τμημάτων για τη συγκρότηση ενός αρμονικού και ενιαίου συνόλου
2. τεχνολ. η συναρμογή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συναρμολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. συναρμολόγησις, μαρτυρείται από το 1848 στον Π. Καλλιγά].