συνδαυλίζω

From LSJ
Revision as of 12:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384

Greek Monolingual

και συδαυλίζω και συνταυλίζω Ν
1. ανασκαλεύω, ανακατεύω τη φωτιά για να δυναμώσει, συμπώ
2. μτφ. (για ψυχικά πάθη) ανακινώ, αναμοχλεύω, παροξύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δαυλίζω «βάζω ξύλα στη φωτιά, ανασκαλεύω τη φωτιά»].

Greek Monolingual

και συδαυλίζω και συνταυλίζω Ν
1. ανασκαλεύω, ανακατεύω τη φωτιά για να δυναμώσει, συμπώ
2. μτφ. (για ψυχικά πάθη) ανακινώ, αναμοχλεύω, παροξύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δαυλίζω «βάζω ξύλα στη φωτιά, ανασκαλεύω τη φωτιά»].