συνδικάτο

From LSJ
Revision as of 12:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. ένωση φυσικών ή νομικών προσώπων για την προάσπιση και εξυπηρέτηση τών κοινών οικονομικών ή επαγγελματικών τους συμφερόντων
2. φρ. α) «εργατικά συνδικάτα» — οι συνδικαλιστικές οργανώσεις τών εργαζομένων
β) «συνδικάτο του εγκλήματος»
μτφ. i) χαρακτηρισμός αποδιδόμενος διεθνώς σε συνασπισμένες οργανώσεις κακοποιών και ιδίως στη λεγόμενη μαφία
ii) κάθε ενιαία εμφάνιση και δράση μελών του υποκόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. syndicat < μεσ. λατ. syndicatus μτχ. παρακμ. του ρ. syndico < λατ. syndicus < σύνδικος. Η λ., στον λόγιο τ. συνδικάτον, μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη].

Greek Monolingual

το, Ν
1. ένωση φυσικών ή νομικών προσώπων για την προάσπιση και εξυπηρέτηση τών κοινών οικονομικών ή επαγγελματικών τους συμφερόντων
2. φρ. α) «εργατικά συνδικάτα» — οι συνδικαλιστικές οργανώσεις τών εργαζομένων
β) «συνδικάτο του εγκλήματος»
μτφ. i) χαρακτηρισμός αποδιδόμενος διεθνώς σε συνασπισμένες οργανώσεις κακοποιών και ιδίως στη λεγόμενη μαφία
ii) κάθε ενιαία εμφάνιση και δράση μελών του υποκόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. syndicat < μεσ. λατ. syndicatus μτχ. παρακμ. του ρ. syndico < λατ. syndicus < σύνδικος. Η λ., στον λόγιο τ. συνδικάτον, μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη].